- πρωτοθυμάμαι
- πρωτοθυμοδμαι μετ.1) вспоминать в первую очередь;
καί τί να πρωτοθυμηθώ — с чего начать свой рассказ, не знаю;
2) вспоминать в первый раз;3) вспоминать первым
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καί τί να πρωτοθυμηθώ — с чего начать свой рассказ, не знаю;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρωτοθυμάμαι — και πρωτοθυμούμαι Ν 1. θυμάμαι κάτι πρώτο ανάμεσα σε πολλά άλλα 2. θυμάμαι κάτι εγώ πρώτος μεταξύ άλλων 3. θυμάμαι κάτι για πρώτη φορά 4. φρ. «[και] τί να πρωτοθυμηθώ» τί να αφηγηθώ πρώτο από τα τόσα πολλά που μού έχουν συμβεί … Dictionary of Greek